Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Κυριακή Πασχούδη "Διακοπές της συμφοράς"

KEΦΑΛΑΙΟ 1
   Έφτασε επιτέλους το καλοκαίρι! Όλα τα παιδιά ανυπομονούν να πάνε διακοπές και να διασκεδάσουν με την παρέα τους. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που πας διακοπές με ανεπιθύμητους συγγενείς ?
   Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα μας την δώσουν  ο Κώστας και η Άννα δύο δίδυμα αδερφάκια . Ο Κώστας και η Άννα πήγαιναν πρώτη γυμνασίου και δεν τα πήγαιναν καλά στα μαθήματα. Ο πατέρας τους για να τους τονώσει το ηθικό για τις εξετάσεις τους είπε πως αν γράψουν καλά και περάσουν την τάξη  θα τους πάει διακοπές όπου θέλουν. Τα παιδιά ήθελαν να πάνε διακοπές εκεί που θα πήγαινε η οικογένεια των φίλων τους. Έτσι αποφάσισαν να βάλουν τα δυνατά τους και να γράψουν καλά στις εξετάσεις. Όμως, όσο και αν προσπάθησαν τα πήγαν χάλια. Η Άννα πέρασε την τάξη με βαθμούς που παραλίγο και θα άγγιζαν την βάση ενώ ο Κώστας έμεινε σε δύο μαθήματα, με αποτέλεσμα να πρέπει να διαβάζει όλο το καλοκαίρι για να πάει το Σεπτέμβρη να ξαναδώσει, ώστε να περάσει την τάξη. Φυσικά, η συμφωνία που είχαν κάνει με τον πατέρα τους διαλύθηκε και τώρα ήταν αναγκασμένοι να πάνε όπου θέλουν οι γονείς τους. Ο μπαμπάς και η μαμά των παιδιών κανόνισαν να πάνε διακοπές με τον ξάδερφο του μπαμπά της Άννας και του Κώστα, τον θείο Νίκο και την οικογένειά του, δηλαδή την θεία Βούλα και τον μικρό Γιώργο, ο οποίος ήταν ένα ψηλό, άχαρο αγόρι στην ηλικία των παιδιών. Ο Γιώργος ήταν άριστος μαθητής και οι γονείς των παιδιών σκέφτηκαν ότι θα μπορούσε να βοηθήσει και τα παιδιά στα μαθήματα που δεν καταλάβαιναν.
   Όταν άκουσαν τα παιδιά τα σχέδια των γονιών τους αντέδρασαν πολύ άσχημα μιας και από όλους τους συγγενείς μόνο τον θείο Νίκο και την οικογένειά του δεν χώνευαν. Τον θεωρούσαν χαζό και χωρίς τρόπους, την θεία Βούλα την θεωρούσαν χαζή ξανθιά και τον ξάδερφό τους φυτό που διαβάζει χωρίς σταματημό και δεν ζει την ζωή.
-Εγώ δεν πάω με αυτούς διακοπές, τσίριξε η Άννα.
-Βρε, Αννούλα μου μην το παίρνεις τόσο άσχημα. Κατά βάθος ξέρεις πόσο καλοί άνθρωποι είναι, είπε η μητέρα της.
-Ναι, θυμάμαι πόσο καλοί είναι, την προηγούμενη φόρα που βγήκαμε έξω για φαγητό θυμάσαι τι έγινε? Είπε ειρωνικά ο Κώστας.
-Είπε ο θείος Νίκος ένα ανέκδοτο και όλο το μαγαζί γύρισε και μας κοίταζε. Είχαμε γίνει ρεζίλι! συμπλήρωσε η Άννα.
-Αυτή τη φορά δεν θα είναι έτσι! Θα του πούμε να μην λέει ανέκδοτα σε δημόσιους χώρους, είπε η μητέρα της και έβαλε μέσα στην βαλίτσα τα ρούχα που πέταξε η Άννα κάτω από το θυμό της.
-Τώρα είναι πολύ αργά για να το ακυρώσουμε. Όλα είναι έτοιμα! Αύριο σαλπάρουμε για Ρόδο, είπε ο πατέρας των παιδιών.
-Μα μπαμπά……. είπε αγανακτισμένος ο Κώστας.
-Τελείωσε δεν ακούω κουβέντα. Και τώρα άντε στα κρεβάτια σας γιατί αύριο θα ξυπνήσουμε νωρίς, είπε ο πατέρας τους.
  Εκείνο το βράδυ αν και τα παιδιά ξάπλωσαν νωρίς δεν κοιμήθηκαν. Σχεδίαζαν πως θα νευριάσουν τους συγγενείς τους ώστε να φύγουν και να περάσουν μόνοι τις διακοπές τους.
-Σου λέω αυτό είναι, είπε ο Κώστας.
- Καλή ιδέα. Όμως αν τους ρίξουμε καθαρκτικό θα πρέπει να τους πάμε εμείς στο νοσοκομείο και έτσι θα χαλάσουν οι δικές μας διακοπές. Πρέπει να σκεφτούμε κάτι άλλο, είπε η Άννα και αναστέναξε.
  Μάταια, όμως έμειναν ξυπνητοί όλο το βράδυ δεν βρήκαν καμιά ιδέα. Έτσι το πρωί φόρτωσαν τα πράγματα στο αμάξι και ξεκίνησαν για το λιμάνι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
 -Να αυτοί είναι… είπε ο Πατέρας και κατευθύνθηκε προς το συγγενικό ζευγάρι που κάθονταν στην κουπαστή του πλοίου.
-Και να μην μας το έλεγες θα το καταλαβαίναμε από μακριά. Μόνο η θεία Βούλα θα έβαζε τέτοια ρούχα, είπε η Άννα ψιθυριστά.
   Η θεία Βούλα φορούσε μια φούξια μπλούζα και ένα ασημί κολάν. Ενώ στα μαλλιά της είχε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.    Καθ όλη την διάρκεια του ταξιδίου ο θείος Νίκος έλεγε ανέκδοτα που μόνο σε αυτόν φαίνονταν αστεία και όλοι επιβάτες του πλοίου γύριζαν και τον κοιτούσαν.
   Οι δυο μικροί μας φίλοι δεν έβλεπαν την ώρα να φτάσουν στην Ρόδο και να ξεφορτωθούν τον ξάδελφο τους, ο οποίος τους είχε τρελάνει με τις γνώσεις του στα μαθηματικά και στα άλλα μαθήματα.
-Άντε, πότε θα φτάσουμε, ρώτησε η Άννα που τώρα είχε γίνει κατακόκκινη αλλά όχι από την ζέστη αλλά από τα νεύρα της μιας και ο ξάδερφός της προσπαθούσε να της εξηγήσει την φιλοσοφία του Πλάτωνα.
-Σε λίγο, γλυκιά μου, απάντησε η μητέρα της.
-Αλήθεια πως θα χωρίσουμε τα δωμάτια? Ρώτησε ο Γιώργος.
-Εσύ θα κοιμάσαι με τα ξαδέλφια σου, του απάντησε η θεία Βούλα.
-Πλακά μας κάνουν. Θα κοιμηθούμε όλοι μαζί? Είπε πνιχτά η Άννα.
-Δεν νομίζω να μας κάνουν πλάκα. Αλλά σκέψου πως τώρα θα έχουμε την ευκαιρία να του κάνουμε την ζωή του δύσκολη και να φύγει, της είπε ο Κώστας.
- Αυτό σκέφτομαι και δεν πέφτω στη θάλασσα, είπε η Άννα και φαντάστηκε πως θα ήταν αν πήγαιναν διακοπές με τους δικούς τους φίλους.
-Α! Κοιτάξτε! Να η Ρόδος!!!!!! φώναξε ο θείος Νίκος.
Και όπως ήταν φυσικό όλο το καράβι γύρισε και κοίταξε την Ρόδο.
-Επιτέλους!! φώναξε η Άννα.
  Ενώ ο μικρός Γιώργος έτρεξε να τραβήξει κάμερα τον μπαμπά του που έκανε μια μικρή ξενάγηση στους τουρίστες του καραβιού.
-Κοίτα! Τι κάνει εκεί ο θείος Νίκος!!!!!! είπε ο Κώστας στην αδερφή του.
-Θεέ μου! Έχουμε γίνει ρεζίλι…. είπε είναι και έβγαλε ένα βαρύ αναστεναγμό.
 Όταν κατέβηκαν από το καράβι οι δύο οικογένειες, πήγαν κατευθείαν στο ξενοδοχείο.
-Λοιπόν, παιδιά από εδώ είναι το δωμάτιό σας, είπε η θεία Βούλα.
-Ευχαριστούμε, είπε κοφτά ο Κώστας και πήρε το κλειδί από τα χέρια της.
  Μπαίνοντας στο δωμάτιο η Άννα πέταξε την τσάντα της στο πάτωμα και ξάπλωσε στο κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο.
-Άννα, εσύ θα πάρεις εκείνο το κρεβάτι? Ρώτησε ο Γιώργος ενώ ταχτοποιούσε τα πράγματά του στην ντουλάπα.
  Η Άννα δεν του απάντησε. Τότε ο Γιώργος ρώτησε τον Κώστα:
-Εσύ πιο κρεβάτι θες?
-Το μεσαίο, είπε ο Κώστας.
  Τότε ακούστηκαν τα τακούνια της θείας Βούλας και ξεπρόβαλε από την πόρτα.
-Ελπίζω να ταχτοποιηθήκατε. Βάλτε και τα μαγιό σας γιατί πάμε στην παραλία.
-Ωραία, είπε η Άννα και πετάχτηκε από το κρεβάτι μιας και ήθελε σαν τρελή να κάνει μπάνιο και βουτιές στην θάλασσα.
  Στην παραλία πήγαν με το αυτοκίνητο. Φτάνοντας εκεί κατέβηκαν από το αμάξι και οι γονείς τις Άννας έβγαλαν τα πράγματα .Οι γονείς του Γιώργου έβγαλαν από το αμάξι τους ένα τεράστιο φουσκωτό δελφίνι.
-Τι είναι αυτό? Ρώτησε γεμάτος έκπληξη ο Κώστας.
-Το φέραμε για να παίξετε όλοι μαζί, είπε ο θείος Νίκος.
-φυσικά και θα παίξουμε, είπε ο Κώστας.
-Μα τι λες? Δεν είπαμε πως δεν θα τους μιλάμε για να φύγουν, του ψιθύρισε η Άννα στο αυτί.
-Δεν θέλω να χαλάσω το σχέδιο. Αλλά έλα τώρα να παίξουμε, να ευχαριστηθούμε τις διακοπές μας και ας αφήσουμε το σχέδιο για το ξενοδοχείο.
-Καλά θα έρθω αλλά μόνο γιατί θέλω να παίξω με το δελφίνι και όχι για τον ξάδερφό μας, είπε η Άννα και έτρεξε στη θάλασσα.
   Τα τρία παιδιά πέρασαν υπέροχες ώρες γεμάτες χαρά παίζοντας με το δελφίνι. Όταν όμως γύρισαν στο ξενοδοχείο τα δύο αδέλφια είχαν τα ίδια κατεβασμένα μούτρα με πριν. Η Άννα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της για ώρες, ενώ ο Κώστας πότε έπαιζε παιχνίδια στο κινητό του και πότε έλεγε καμιά κουβέντα με τον Γιώργο. Μετά από αρκετή ώρα ήρθε η μητέρα των παιδιών και είπε πως θα έβγαιναν βόλτα. Οι δυο οικογένειες βγήκαν να γνωρίσουν την νυχτερινή Ρόδο. Αφού περπάτησαν αρκετά έφτασαν έξω από ένα ταβερνάκι και αποφάσισαν να κάτσουν εκεί.
  Η Άννα και ο Κώστας καθ όλη την διάρκεια του φαγητού δεν μίλησαν καθόλου μόνο αντάλλασαν άγρια βλέμματα και πότε πότε ψιθύριζε ο ένας κάτι στο αυτί του άλλου. Οι ψίθυροι αυξήθηκαν όταν ο θείος Νίκος ήπιε δύο ποτηράκια παραπάνω και άρχισε πάλι να λέει ανέκδοτα.
-Δεν αντέχω άλλο! είπε η Άννα.
-Κουράγιο! Έβαλα τις ωτοασπίδες μέσα στην τσάντα σου, είπε ο Κώστας.
-Μισό λεπτό να τις βρω. Μα που είναι η τσάντα μου?? Φώναξε η Άννα.
-Εδώ είναι, Άννα. Είπε ο Γιώργος και της έδωσε την τσάντα.
-Α! Ευχαριστώ, είπε η Άννα
    Όμως η Άννα και ο Κώστας δεν χρειάστηκαν τις ωτοασπίδες μιας και ήρθε η ώρα να φύγουν. Όμως η μοίρα επιφύλασσε μια έκπληξη στην Άννα. Καθώς κατέβαιναν την κατηφόρα δύο άγνωστα αγόρια ακολουθούσαν την Άννα για αρκετή ώρα. Όταν την πλησίασαν αρκετά η Άννα πήγε κοντά στο αδελφό της επειδή άρχισε να φοβάται αλλά μέχρι να του πει τι της συμβαίνει και ο Κώστας να μπορέσει να αντιδράσει, ο Γιώργος είχε είδη πλησιάσει τα δύο αγόρια. Ο Γιώργος φαινόταν αποφασισμένος να τους σταματήσει. Μίλησαν μαζί για λίγο και τα αγόρια απομακρύνθηκαν τρομαγμένα.
-Ευχαριστώ!!!! είπε η Άννα που νόμιζε πως η καρδιά της θα έσπαγε από τον φόβο.
-Παρακαλώ, είπε ο Γιώργος που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κερδίσει την συμπάθεια της Άννας που από την ώρα που ήρθαν είχε κατεβασμένα τα μούτρα.
  Η Άννα πήγε δίπλα στον αδερφό της, ενώ στην υπόλοιπη διαδρομή κοίταζε συνεχώς πίσω της.
-Εσύ γιατί δεν με υπερασπίστηκες και άφησες τον Γιώργο? Ρώτησε η  Άννα τον αδερφό της κοιτώντας τον με άγριο βλέμμα.
-Αφού μέχρι να μου το πεις είχε πάει ήδη! είπε ο Κώστας.
-Και τώρα γιατί εσύ χρειάζεσαι μια ώρα για να καταλάβεις τι γίνεται γύρω σου, εγώ χρωστάω χάρη στον ξάδερφο...!!!!!!!!!!!!! αναφώνησε η Άννα.
-Καλά ντε, πως κάνεις έτσι? Είπαμε να μην τους μιλάμε άλλα ένα ευχαριστώ έπρεπε να του το πεις. Της απάντησε ο Κώστας.
-Ευχαριστώ του είπα αλλά……… μονολόγησε η  Άννα αφού ο αδερφός της είχε πάει μπροστά με τους γονείς τους.
Γυρίζοντας στο ξενοδοχείο η Άννα έπεσε στο κρεβάτι κοιμήθηκε κατ ευθείαν μιας και η κούραση της ημέρας την είχε καταβάλει.
  ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
   Το πρωί τα δύο αδέρφια ξύπνησαν ακούγοντας την θεία Βούλα να φωνάζει:
-Σηκωθείτε! Ο ήλιος λάμπει έξω και τα πουλάκια κελαηδούν. Σήμερα θα πάμε στο Κάστρο των Ιπποτών και μετά για μπάνιο στη θάλασσα.
-Κατάλαβα, ο θείος θα κάνει πάλι των ξεναγό στους τουρίστες του κάστρου, είπε η Άννα στον αδερφό της.
   Όταν κατέβηκαν τα παιδιά για πρωινό οι γονείς τους είχαν ήδη φάει το πρωινό τους και έτσι περίμεναν και αυτά να φάνε. Μετά πήγαν όλοι μαζί στο κάστρο.
-Δεν είναι πολύ ωραίο? Ρώτησε ο Γιώργος την Άννα, η οποία απολάμβανε την ξενάγηση μιας και ο θείος Νίκος δεν ήταν εκεί να την χαλάσει. Έπρεπε να αλλάξει λάστιχο στο αυτοκίνητο γιατί είχε πατήσει έναν σκαντζόχοιρο στην διαδρομή και το λάστιχο έσκασε.
-Ναι, όντως είναι μαγευτικά, του απάντησε η Άννα και του χαμογέλασε για πρώτη φορά από τότε που θυμόταν τον εαυτό της μωρό.
  Τα τρία ξαδέρφια ήταν μαζί καθ όλη την διάρκεια της ξενάγησης και φαίνεται πως περνούσαν καλά μιας και όλη την ώρα γελούσαν. Ενώ τα δύο δίδυμα είχαν ξεχάσει το σχέδιό τους κατά μιας και διασκέδαζαν την βόλτα με τον ξάδερφό τους. Όταν, όμως ήρθε ο θείος Νίκος η διάθεση των διδύμων άλλαξε πάλι αφού ο θείος Νίκος άρχισε πάλι να κάνει τον ξεναγό και όλοι κοιτούσαν προς το μέρος τους.
   Το μεσημεράκι πήγαν για φαγητό σε ένα εστιατόριο δίπλα στην παραλία η Άννα έκατσε κοντά στον αδερφό της και άρχισε πάλι να του ψιθυρίζει στο αυτί.
-Ξέρεις τι κατάλαβα σήμερα?
-Τι κατάλαβες σήμερα? Την ρώτησε ειρωνικά ο αδερφός της.
-Τελικά ο ξάδερφος μια χαρά παιδί είναι. Αυτοί που μας χαλάνε τις διακοπές είναι ο θείος και η θεία ,είπε η Άννα.
-Συμφωνώ αλλά δεν γίνεται να τους διώξουμε και να κρατήσουμε μόνο τον Γιώργο, απάντησε ο αδερφός της και άφησε να ξεφύγει από τα χείλη του ένα μικρό χαχάνισμα.
-Κάτι θα σκεφτώ και γι αυτό, ψιθύρισε η Άννα στο αυτί του αδερφού της.
  Τα τρία παιδιά όταν γύρισαν στο ξενοδοχείο δεν κοιμήθηκαν καθόλου όλο το μεσημέρι. Έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια, τραγουδούσαν και χόρευαν για ώρες. Ώσπου ο μπαμπάς της Άννας και του Κώστας άνοιξε την πόρτα και τους είπε πως θα πάνε στην θάλασσα. Τότε τα τρία παιδιά έκαναν σαν τρελά. Έτρεχαν από εδώ και από εκεί ψάχνοντας τα μαγιό και τα παιχνίδια θαλάσσης.
-Σήμερα θα παίξετε με το δελφίνι? Ρώτησε η θεία Βούλα.
-Όχι, μαμά σήμερα θα εξερευνήσουμε τον βυθό, απάντησε ο Γιώργος στην μαμά του.
-Να προσέχετε. Είπε ο μπαμπάς των δύο παιδιών.
   Τα παιδιά κολυμπούσαν για πολύ ώρα στο βυθό της θάλασσας, ώσπου:
-ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!! Βοήθεια κάτι με τσίμπησε!!!!!!! φώναξε έντρομη η Άννα.
-Τι έγινε????? Ρώτησε ο Κώστας που έβγαλε την μάσκα του και έτρεξε να βοηθήσει την αδερφή του.
-Βοηθήστε με να βγω έξω από την θάλασσα, παρακάλεσε η Άννα τα δύο αγόρια.  
  Ο Κώστας και ο Γιώργος έβγαλαν την Άννα από την θάλασσα και την βοήθησαν να περπατήσει μέχρι την ξαπλώστρα των γονιών τους μιας και το πόδι της πονούσε πολύ! Όταν η γονείς της είδαν το πόδι παραξενεύτηκαν μιας και δεν έμοιαζε με τσίμπημα από κάποιο ψάρι. Έμοιαζε με τσίμπημα από βελόνα.
-Αννούλα μου, είσαι σίγουρη ότι ήταν ψάρι αυτό που σε τσίμπησε? Την ρώτησε η μαμά της, η οποία της περιποιόταν το πόδι.
-Ναι, σας λέω. Τι άλλο μπορεί να ήταν? Απάντησε η Άννα.
  Τότε μια γνώστη φωνή τους έκανε να γυρίσουν και να κοιτάξουν πίσω τους. Ήταν ο θείος Νίκος.
-Συγγνώμη, Άννα. Έριξα το καλάμι μακριά και αντί για ψάρι το αγκίστρι έπιασε το πόδι σου, είπε ο θείος Νίκος και έριξε το καλάμι του στην άκρη.
-Τι????? Είπε η Άννα που έπαθε σοκ από αυτά που της είπε ο θείος της.
-Ολόκληρη θάλασσα πάνω στο πόδι της αδερφής μου έριξες το αγκίστρι σου? Ρώτησε αγανακτισμένος ο Κώστας.
-Κατά λάθος έγινε, αγόρι μου. Ο θείος δεν ήθελε το αγκίστρι να τρυπήσει την Άννα, είπε ο πατέρας του στον Κώστα.
    Ο Κώστας όμως δεν του απάντησε παρά μόνο πήγε κοντά στην Άννα και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί.
- Σκέφτηκα τι θα κάνουμε  στον θείο για να τον ξεφορτωθούμε για λίγο, της είπε.
-Τι θα κάνουμε? Ρώτησε η Άννα ,η όποια ήθελε να εκδικηθεί τον θείο της μετά από αυτό το περιστατικό.
-Θα χαλάσουμε το καλάμι ψαρέματος, ώστε να πρέπει να πάει στην χώρα να πάρει ανταλλακτικά για να το φτιάξει και έτσι θα ξοδέψει όλο το πρωινό του σε αυτό και εμείς θα κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα όλο το πρωί ανενόχλητοι.
-Καμιά φόρα απορώ πως έμεινες σε δύο μαθήματα με τόσο μυαλό. Λοιπόν, συμφωνώ αυτό θα κάνουμε, είπε αποφασιστικά η Άννα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
  Τα δύο παιδιά σε όλη την διάρκεια του γυρισμού σκέφτονταν πως θα θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους. Τελικά σκέφτηκαν πως η δουλειά πρέπει να γίνει όταν γυρίσουν από το εστιατόριο.
-Θα πούμε πως δεν θέλουμε να κοιμηθούμε και πως θέλουμε να κάνουμε μια βόλτα. Έτσι θα μπορέσουμε να πάμε στα σύνεργα του θείου και να χαλάσουμε το καλάμι, είπε η Άννα στον αδερφό της.
-Δίκιο έχεις. Όταν θες να πάμε κάνε νόημα, της είπε.
   Η Άννα κατά την διάρκεια του γεύματος δεν έβγαλε κουβέντα, μόνο που και που προσποιούνταν πως πονούσε το πόδι της, ώστε να τραβήξει την προσοχή.
-Άννα είσαι καλύτερα τώρα, την ρώτησε ο Γιώργος.
-Πονάει ακόμη! απάντησε η Άννα με θυμωμένο ύφος.
- Να δεις που σε λίγο θα περάσει, της είπε ο Γιώργος θέλοντας να την παρηγορήσει.
    Η Άννα όμως δεν νοιάζονταν το τραυματισμένο πόδι της αλλά  για το σχέδιο που είχαν σκεφτεί με τον αδερφό της. Έτσι όταν έφτασαν μετά από πολύ ώρα στο ξενοδοχείο είπε στους γονείς της:
-Εγώ δεν νυστάζω. Λέω να πάω καμιά βόλτα με τον Κώστα.
-Εντάξει Άννα. Όμως μην αργήσετε, της είπε ο πατέρας της.
   Τα δύο παιδιά απομακρύνθηκαν αρκετά από τους γονείς τους και όταν πια δεν φαίνονταν άρχισαν να τρέχουν. Ώσπου έφτασαν στην αποθήκη που είχε ο θείος Νίκος το καλάμι του.
-Τι περιμένεις? Άνοιξε την πόρτα, είπε η Άννα στον αδερφό της που κοιτούσε αρκετή ώρα την πόρτα χωρίς όμως να την ανοίγει.
-Μήπως δεν είναι σωστό? Ρώτησε ο Κώστας που άρχισε να έχει από τώρα τύψεις για αυτό που θα έκανε.
-Και ήταν σωστό που με τρύπησε με το αγκίστρι? Του απάντησε η Άννα και άνοιξε αποφασίστηκα την πόρτα.
-Πού είναι το καλάμι? Ρώτησε ο Κώστας.
-Να το!! φώναξε η Άννα και το πήρε στα χέρια της.
-Τώρα τι κάνουμε?
-Αφαιρούμε όλα τα αγκίστρια και σπάμε τον μηχανισμό, είπε η Άννα.
  Τα δύο παιδιά δεν χρειαστήκαν πολύ ώρα για να χαλάσουν το καλάμι. Μετά το τοποθέτησαν εκεί που το βρήκα και έφυγαν τρέχοντας.
  Το άλλο πρωί οι φωνές του θείου Νίκου ξεσήκωσαν το ξενοδοχείο.
-Ποιος μπορεί να το έκανε? Γιατί το έκανε? Φώναζε και ξαναφώναζε.
   Τα δύο παιδιά καθ όλη την διάρκεια του πρωινού δεν έβγαλαν κουβέντα μιας και φοβόντουσαν μην προδοθούν. Τελικά όμως πέτυχαν τον στόχο τους. Ο θείος Νίκος πήγε να φτιάξει το καλάμι και τα τρία παιδιά έπαιζαν ξέγνοιαστα όλο το πρωί κάτω από τον καυτό ήλιο της θάλασσας.
-Είδες που σου έλεγα πως θα πετύχει! Τώρα ο θείος είναι στην πόλη και εμείς παίζουμε χωρίς να φοβόμαστε στην θάλασσα, είπε η Άννα με καμάρι.
-Συμφωνώ καλά περνάμε… Όμως δεν λυπάσαι τον άνθρωπο που τρέχει να βρει ανταλλάχτηκα μέσα στον καύσωνα? Την ρώτησε ο αδερφός της.
-Φυσικά και τον λυπάμαι αλλά λυπάμαι και τον εαυτό μου. Σταμάτα όμως τώρα γιατί έρχεται ο ξάδερφος.
-Σας έχω καλά νέα!! Ο μπαμπάς μου έφτιαξε το καλάμι και τώρα είναι στο δρόμο του γυρισμού.
-Τι?????? Φώναξε η Άννα.
-Τι ωραίο νέο θέλει να πει. Έτσι Άννα? Την ρώτησε ο Κώστας μιας και προσπαθούσε να καλύψει την αντίδραση της αδερφής του.
-Ναι φυσικά!!! είπε η Άννα που προσπαθούσε να μην δείχνει την απογοήτευσή της.
   Από εκείνη την στιγμή η διάθεση της Άννας άλλαξε. Στην ιδέα και μόνο πως ο θείος της θα ξανάρχιζε το ψάρεμα με το που ερχόταν, φοβόταν να μπει στην θάλασσα.
-Άννα, έλα να πάμε να κολυμπήσουμε, της είπε ο Γιώργος.
-Πάνε εσύ και θα έρθω σε λίγο εγώ, του απάντησε η Άννα που ήθελε να αποφύγει να κάνει μπάνιο όταν ο θείος ψάρευε.
     Η μικρή Άννα έμεινε για πολύ ώρα ξαπλωμένη  στην ξαπλώστρα και σκεφτόταν πως σε τρεις μέρες τελείωναν οι διακοπές και δεν είχε προλάβει να τις ευχαριστηθεί εξαιτίας των συγγενών της. Έτσι αποφάσισε να μπει στην θάλασσα γιατί θα την έβλεπε ξανά του χρόνου. Έπαιξε για αρκετή ώρα με τον αδερφό και τον ξάδερφό της, ώσπου αποφάσισε να κολυμπήσει πιο βαθιά. Όμως απομακρύνθηκε αρκετά και χωρίς να το καταλάβει πως είχε απομακρυνθεί από τα άλλα δύο παιδιά. Σε λίγο, άρχισε να τρομοκρατείται και να χάνει την ψυχραιμία της με αποτέλεσμα να σταματήσει να κολυμπά και να αρχίσει να πνίγεται.
-ΒΟΗΘΕΙΑ!! ΒΟΗΘΕΙΑ!! ΠΝΙΓΟΜΑΙ! Η Άννα φώναζε απεγνωσμένα βοήθεια όμως κανείς δεν την άκουγε γιατί ήταν μακριά από την ακτή.
   Τα κύματα άρχισαν να την τυλίγουν και πια μετά βίας μπορούσε να κρατήσει το κεφάλι της έξω από το νερό. Όμως  μέσα από τον θόρυβο των κυμάτων  η Άννα άκουσε ένα θόρυβο από πίσω της και νομίζοντας πως είναι μεγάλο ψάρι γύρισε απότομα πίσω για να δει….. Όμως η έκπληξη της ήταν μεγάλη!!!!!!! Ο θείος Νίκος έκανε βόλτα με το θαλάσσιο ποδήλατο που είχε νοικιάσει.
   Όταν την είδε ο θείος της έσπευσε να την βοηθήσει. Της έπιασε το χέρι και την τράβηξε πάνω. Όμως το χέρι της γλιστρούσε και έτσι χρειάστηκε να βουτήξει ο θείος Νίκος για να την βγάλει από την θάλασσα.  Όταν έκατσε η Άννα στο θαλάσσιο ποδήλατο δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως σώθηκε από βέβαιο θάνατο και πολύ περισσότερο ότι την έσωσε ο πιο αντιπαθητικός συγγενής της.
  Κατά την διάρκεια του γυρισμού, θείος και ανίψια είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν και να λύσουν τις διαφωνίες που είχαν δημιουργηθεί ανάμεσά τους.
-Και πως βρέθηκες μέσα στην θάλασσα, έτοιμη να πνιγείς??? Ρώτησε ο θείος Νίκος την κατάκοπη Άννα.
-Να, είπα να κολυμπήσω λίγο και βρέθηκα να παλεύω μέσα στα κύματα!!! του απάντησε η Άννα.
-Άννα, ήθελα να σε ρωτήσω κάτι εδώ και μέρες……
-Ρώτα, θείε, του είπε η Άννα.
-Αυτές τις μέρες έχεις κάποιο πρόβλημα??? Την ρώτησε ο θείος Νίκος.
-Όχι θείε μου τίποτα……. είπε η Άννα που κοκκίνισε από την ντροπή.
-Μήπως δεν ήθελες να πάμε μαζί διακοπές?
-Κοίτα, θείε στην αρχή δεν ήθελα να έρθω .Τώρα όμως άρχισα να περνάω καλά και δεν μετάνιωσα που ήρθα. Ακόμη και με τον Γιώργο περνάω πολύ καλά. Αλλά σε παρακαλώ μην το πεις στον Γιώργο και στην θεία και νευριάσουν και φύγετε, είπε η Άννα και έσκυψε το κεφάλι γιατί κατάλαβε το λάθος της.
-Μην στεναχωριέσαι δεν θα το πω σε κανένα. Άλλα και εσύ άρχισε να γελάς και σταμάτα να έχεις αυτό το θυμωμένο βλέμμα, της είπε ο θείος Νίκος.
-Εντάξει θα σταματήσω να έχω θυμωμένο βλέμμα και θα χαμογελάω, του είπε η Άννα και χαμογέλασε.
  ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
     Τον Κώστα καθώς και όλη την οικογένεια που κάθονταν στην παραλία τους περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Η Άννα γύρισε στην ξαπλώστρα κρατώντας τον θείο της από το χέρι! Ο Κώστας δεν πίστευε στα μάτια του. Ενώ όλοι οι άλλοι είχαν μείνει άφωνοι.
     Η Άννα διηγήθηκε στον αδερφό της όλα όσα έγιναν και συμφώνησαν πως πρέπει να σταματήσουν να τους κρατούν μούτρα. Έτσι οι μέρες που ακολούθησαν ήταν γεμάτες χαρά και διασκέδαση. Τα παιδιά έπαιζαν για ώρες στην παραλία και έκαναν μπάνιο χωρίς σταματημό. Ενώ όταν πήγαιναν σε εστιατόρια και ο θείος έλεγε ανέκδοτα η Άννα ήταν η πρώτη που άρχιζε να γελά χωρίς όμως να ξέρει γιατί άρχισαν να της αρέσουν τόσο τα ανέκδοτα του θείου  της.
   Όμως όλα τα ωραία πάντοτε τελειώνουν….. Έφτασε η μέρα του γυρισμού. Η Άννα σε όλη την διάρκεια της διαδρομής κοίταζε την θάλασσα και σκεφτόταν πόσο μεγάλο λάθος έκανε και δεν μιλούσε στους συγγενείς της.
-Έφτασε η ώρα του αποχαιρετισμού, είπε ο θείος Νίκος.
-Μην στεναχωριέστε όμως του χρόνου θα ξαναπάμε διακοπές όλοι μαζί, συμπλήρωσε η θεία Βούλα.
  Οι δύο οικογένειες αποχαιρετίστηκαν και μετά από λίγο σκόρπισαν ξανά. Ενώ έδωσαν ραντεβού για του χρόνου !!!!!!
 
   
                                   ΤΕΛΟΣ


3 σχόλια:

  1. Για άλλη μια φορά μια πολύ ωραία ιστορία, Κυριακή μου!!!
    Περιμένουμε με αγωνία την επόμενη που θα είναι αποτέλεσμα συνεργασίας απ' ότι ακούω...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Όντως μία πολύ ωραία ιστορία που θυμίζει καλοκαίρι!!!Σε λίγο καιρό όμως θα είναι έτοιμη μια ιστορία από την L'N'R Productions (http://lnrauthors.blogspot.com/)!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή