Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Κοσμίδου Τατιάνα "Ισαβέλλα"

Ήταν μεσημέρι και ετοίμαζε τα πράγματά της για να φύγει. Είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα από την ώρα που θα έφευγε το αεροπλάνο, αλλά απ’ ότι φαίνεται, είχε αργήσει αρκετά ώστε τώρα να βιάζεται.
Πριν δυο εβδομάδες έχασε και τη μητέρα της, και γι’ αυτόν τον λόγο τώρα φεύγει. Δεν έχει κανέναν άλλο εδώ και αυτή είναι αρκετά μικρή, μόλις 16 ετών, και αναγκάζεται να μετακομίσει στην Αμερική για να μείνει με τον μόνο συγγενή της, την θεία της. Αλλά δυστυχώς, δεν έχουν καθόλου καλές σχέσεις μεταξύ τους αυτές οι δυο. Και όπως καταλαβαίνετε, ούτε η θεία της ήθελε να την αναλάβει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς!
Τώρα βρίσκεται στο αεροδρόμιο, αλλά μάλλον καθυστέρησε αρκετά με αποτέλεσμα να χάσει την πτήση της.
<<Μα σας λέω πρέπει να φύγω σήμερα οπωσδήποτε! Με περιμένει η θεία μου και αν δεν φτάσω εκεί την ώρα που με περιμένει, εγώ δεν ξέρω πού να την βρω! Σας παρακαλώ κάντε κάτι!>>
<<Θα το ήθελα πολύ, αλλά δυστυχώς, εγώ είμαι μια απλή υπάλληλος! Δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Λυπάμαι!>>
<<Πρέπει να φύγω σήμερα! Και θα φύγω! Και εσύ, θα με βοηθήσεις. Λοιπόν, βρες μου ένα αεροπλάνο>>
<<…Το έχω ερευνήσει και δεν υπάρχει κανένα αεροπλάνο. Όλα έχουν φύγει.>>
<<Αν δεν ήταν ανάγκη δεν θα σας το ζητούσα. Και ο χρόνος μου είναι περιορισμένος, οπότε δεν μπορώ να σας τα εξηγήσω όλα. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι το ότι οι γονείς μου έχουν φύγει από την ζωή και εγώ πρέπει να φύγω αναγκαστικά για Αμερική. Με περιμένει η θεία μου. Λοιπόν; Θα με βοηθήσετε;>>
Η υπάλληλος, την λυπήθηκε, και την κατάλαβε αρκετά διότι και η ίδια είχε χάσει την μητέρα της σε ένα ατύχημα.
<<Εντάξει λοιπόν! Θα σου βρω ένα τζετ. Υπάρχει ένα εκτάκτων περιπτώσεων. Μπορώ να σε βάλω εκεί! Σε μισή ώρα θα φύγεις!>>
<<Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Πραγματικά με σώζετε! Αν υπάρχει κάποιος τρόπος να σας ευχαριστήσω…>>
<<Δεν χρειάζεται! Την δουλειά μου κάνω! Τώρα, έλα να σε πάω στο τζετ σου!>>
Ήταν πολύ τυχερή η Ισαβέλλα. Επιβιβάστηκε, και σε λιγότερο απ’ ότι νόμιζε, είχαν απογειωθεί.
Ο πιλότος, ήταν γύρω στα 40. Παντρεμένος και διαζευγμένος.
<<Είσαι γενικά τυχερή στη ζωή σου ή η τύχη σου χαμογέλασε μόνο τώρα;>>
<<Μπα. Μόνο τώρα.>>
<<Μην ντρέπεσαι! Έχω κι εγώ μια κόρη στην ηλικία σου. Μένει με την μητέρα της στο Μανχάταν.>>
<<Α! Αλήθεια; Κι εγώ εκεί πάω να μείνω τώρα!>>
<<Τότε μπορεί να την συναντήσεις. Είναι ντροπαλή σαν εσένα. Θα χαιρόταν αν σε γνώριζε. Θα σου πω σε ποιο σχολείο πάει να γραφτείς κι εσύ εκεί!>>
<<Ευχαριστώ.>>
<<Και, αν επιτρέπεται, γιατί θεωρείς ότι δεν είσαι τυχερή;>>
<<Επειδή, δεν έχω γονείς, και τώρα πάω στο Μανχάταν να μείνω με την θεία μου, με την οποία δεν έχουμε καθόλου καλές σχέσεις. Και αυτό γιατί δεν έχω κανέναν άλλον στην Ελλάδα.>>
<<Α! Λυπάμαι πολύ!>>
<<Δεν χρειάζεται. Ελπίζω να κάνω φίλους εκεί και να με συμπαθήσει η θεία μου.>>
Χωρίς να το καταλάβουν, έφτασαν στον προορισμό τους. Ο πιλότος την συνόδευσε μέχρι το σημείο όπου την περίμενε η θεία της. Δεν την είχε ξαναδεί η Ισαβέλλα, και η μόνη φορά που την είδε η θεία της ήταν όταν η Ισαβέλλα ήταν 1 ετών. Αλλά για κάποιον λόγο η θεία της την μισούσε. Μάλλον επειδή μισούσε και τους γονείς της. Και ο λόγος; Τα περιουσιακά. Ο πατέρας της (δηλαδή ο παππούς της Ισαβέλλας) τα είχε αφήσει όλα στον γιό του (τον μπαμπά της Ισαβέλλας).
<<Καλησπέρα θεία!>>
<<Γεια.>> μόνο ένα ξερό ‘γεια’.
Χωρίς λόγια έφτασαν στο σπίτι. Ήταν τεράστιο, πράγμα που παραξένεψε την Ισαβέλλα. Ήταν πολύ αυστηρή και δούλευε σκληρά, και μάλλον το ίδιο θα έκανε και η Ισαβέλλα.
<<Με λένε Ισαβέλλα. Αλλά το δικό σας όνομα δεν το γνωρίζω ακόμα.>>
<<Το ξέρω το όνομά σου! Και το δικό μου είναι Άνναμπελ, αλλά με φωνάζουν Άννα.>>
<<Θεία Άννα!>>
Την κοίταξε με ένα παγωμένο βλέμμα και προχώρησε προς το δωμάτιο της μικρής.
<<Αυτό είναι το δωμάτιό σου. Έτσι καθαρό όπως το βλέπεις, έτσι θέλω να παραμείνει. Συνεννοηθήκαμε;>>
<<Μάλιστα θεία Άννα.>>
Βράδιασε. Η Ίσα, έτσι την φώναζαν, σκεφτόταν την επόμενη μέρα. Θα πήγαιναν με την θεία της να την γράψει στο σχολείο. Τι θα γινόταν άραγε; Θα έκανε φίλους; Θα ήταν ωραίο το σχολείο; Θα ήταν αυστηρό όπως η θεία της; Ή χαλαρό όπως στην χώρα της; Όλα αυτά τα ερωτήματα την βασάνιζαν, μέχρι την ώρα που την πήρε ο ύπνος.
Το άλλο πρωί ξύπνησαν μιάμιση ώρα πριν από την έναρξη των μαθημάτων.
Έφτασε η ώρα για να φύγουν.
Μόλις έφτασαν, και η Ίσα είδε το εξωτερικό του κτιρίου, εντυπωσιάστηκε. Σε αυτό το λύκειο είχε πει ο πιλότος ότι φοιτούσε και η κόρη του. Ήλπιζε να την γνωρίσει και να γίνουν φίλες. Η ώρα πέρασε σαν νερό, και η Ίσα μπήκε στην τάξη της.
<<Καθίστε όλοι στις θέσεις σας. Απ’ ότι βλέπω έχουμε μια καινούρια συμμαθήτρια. Σήκω όρθια και συστήσου!>>
Ήταν πολύ ευγενική και καλή η καθηγήτρια αυτή. Η Ίσα συστήθηκε, και ακούστηκαν μερικά χαχανητά από τα παιδιά. Ήλπιζε ότι θα ήθελαν να την γνωρίσουν και να γίνουν φίλοι με αυτή.
Στο διάλειμμα, κάθισε μόνη της στην τραπεζαρία για να φάει το μεσημεριανό της. Την πλησίασα.
<<Μπορώ να καθίσω;>>
<<Εμ, ναι φυσικά!>>
<<Ο πατέρας μου, μου είπε για σένα. Ισαβέλλα δεν σε λένε;>>
<<Ναι! Πού το ξέρεις;>>
<<Ο πιλότος;…>
<<Αα! Τώρα κατάλαβα! Ο πιλότος είναι ο πατέρας σου! Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω. Το όνομά σου;>>
<<Τάλυ.>>
Καθίσαμε στο ίδιο θρανίο και γίναμε πολύ καλές φίλες. Ήταν ο μόνος λόγος που η Ίσα ήταν χαρούμενη. Η θεία της, στο σπίτι, την έβαζε να κάνει δουλειές και της φερόταν σαν να ήταν υπηρέτρια!
Οι μέρες κυλούσαν με τον ίδιο ρυθμό.
Μια μέρα, εκεί που καθόμασταν εγώ και η Ίσα, εμφανίστηκε μπροστά μας ένα μελαχρινό αγόρι, με γαλανά μάτια.
<<Μπορώ να καθίσω μαζί σας;>>
<<Βέβαια!>> πετάχτηκα εγώ.
<<Ονομάζομαι Φίλλιπος.>>
<<Εγώ Τάλυ! Χάρηκα για την γνωριμία!>> είπα.
<<Εσύ; Δεν έχεις όνομα;>>
<<Ίσα>>
<<Και από βγαίνει το Ίσα;>> αναρωτήθηκε ο Φίλλιπος.
<<Από το Ισαβέλλα>>
<<Ωραίο όνομα!>>
<<Ευχαριστώ πολύ! Κι εσύ έχεις πολύ, πρωτότυπο όνομα!>> είπε η Ίσα.
<<Ευχαριστώ!>>
<<Εγώ; Κανένα σχόλιο για το όνομα μου;>>
<<Κι εσύ έχεις ωραίο όνομα. Συγγνώμη που δεν το επισήμανα νωρίτερα.>>
<<Δεν πειράζει.>>
<<Χα χα.>>
Γίναμε πολύ καλοί φίλοι οι τρεις μας.
Την Παρασκευή το απόγευμα, πήγαμε στο σινεμά. Έπαιζε μια ωραία ταινία, και πήγαμε να την δούμε οι τρεις μας. Μετά πήγαμε για φαγητό, και στο τέλος πρότεινα στην Ίσα να κοιμηθεί στο σπίτι μου και να γνωρίσει την μητέρα μου.
<<Δεν μπορώ να μείνω, Τάλυ. Άλλωστε ξέρεις ότι η θεία μου είναι πολύ αυστηρή.>>
<<Έλα. Θα περάσουμε υπέροχα. Θα μιλήσω εγώ στην θεία σου.>> είπα.
<<Μα…>>
<<Εντάξει. Την παίρνω τηλέφωνο.>>
Και τελικά χάρη σε εμένα, με πολύ δυσκολία βέβαια, η θεία Άννα άφησε την Ίσα να κοιμηθεί μαζί μου.
Μας περίμενε η μητέρα μου. Είχε μαγειρέψει κάτι για να καλωσορίσει την φίλη μου.
<<Καλωσορίσατε κορίτσια!>>
<<Γεια σας.>> είπε η Ίσα.
<<Πώς είσαι; Ελπίζω να μην με ντρέπεσαι. Σαν στο σπίτι σου!>>
<<Ευχαριστώ.>>
Καθίσαμε, φάγαμε και πήγαμε στο δωμάτιό μου, να δούμε ταινίες, να φτιάξουμε τα μαλλιά μας και άλλα τέτοια κοριτσίστικα πράγματα. Είχαμε σκοπό να μείνουμε ξύπνιες όλο το βράδυ και να το χαρούμε που ήμασταν μαζί. Άλλωστε την επόμενη μέρα, δεν είχαμε σχολείο!
Ξημέρωσε χωρίς να το καταλάβουμε. Δεν κλείσαμε μάτι όλη τη νύχτα. Μόνο για κανένα τέταρτο κοιμηθήκαμε. Αλλά περάσαμε εκπληκτικά! Ποτέ στην ζωή μου δεν έχω ξαναδιασκεδάσει έτσι!
Οι μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα, ώσπου έφτασε καλοκαίρι. Οι μέρες ήταν πολύ ζεστές, αλλά και οι νύχτες το ίδιο. Κανονίσαμε να συναντηθούμε εγώ, η Ίσα και ο Φίλλιπος.
<<Πού είναι πια αυτό το κορίτσι; Γιατί πρέπει συνέχεια να αργεί;>> νευρίασα.
<<Χα χα, ηρέμησε! Έρχεται σε λίγο! Γιατί βιάζεσαι τόσο;>>
<<Εε… δεν βιάζομαι! Απλά το κάνει συνέχεια!>>
Η Ίσα ήρθε τρέχοντας και καταϊδρωμένη.
<<Συγγνώμη που άργησα παιδιά! Είχε κίνηση.>>
<<Ναι καλά!>> είπα.
<<Τέλος πάντων. Πάμε γιατί θα χάσουμε το λεωφορείο;>>
<<Πάμε.>>
Θα πηγαίναμε μονοήμερη σε μια θάλασσα για μπάνιο. Πήραμε πετσέτες, μάσκες, βατραχοπέδιλα και φυσικά τα μαγιό μας!
<<Έι! Μην με βρέχεις! Κρυώνω!>> είπε η Ίσα
<<Χα χα, άντε μπες! Αλλιώς θα σε βρέξω ακόμα πιο πολύ!>> την απείλησε ο Φίλλιπος.
<<Ωχ! Εντάξει. Μπαίνω!>>
Από τον τρόπο που κοιτάζονταν, ο Φίλλιπος με την Ίσα, κατάλαβα ότι μάλλον κάτι τρέχει μεταξύ τους και δεν το έχουν καταλάβει. Μάλλον δεν είναι μόνο φιλία αυτό που νιώθει ο ένας για τον άλλον.

Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα και γίναμε 22 ετών. Δεν πάμε και οι τρεις μας στο ίδιο πανεπιστήμιο αλλά είμαστε ακόμα φίλοι! Κάθε μέρα συναντιόμαστε και είμαστε το ίδιο. Η Ίσα και ο Φίλλιπος, φοιτούν σε μια δικηγορική σχολή, ενώ εγώ σε μια αρχιτεκτονική. Και μάλιστα σήμερα η Ίσα τα κλείνει τα 22. Είναι η μικρότερη της παρέας! Θα της κάνουμε ένα πάρτι-έκπληξη! Ελπίζω να μην κατάλαβε τίποτα και να της αρέσει!
<<Δεν καταλαβαίνω γιατί με κάνεις να περπατάω με ένα μαντήλι τυλιγμένο στο κεφάλι μου!>> αναρωτήθηκε η Ίσα.
<<Σουτ! Μην λες πολλά. Και τώρα… βγάλε το μαντήλι!!>>
<<Να ζήσεις Ισαβέλλα και χρόνια πολλά μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά…>>
<<Ουάου! Δεν το πιστεύω! Σας ευχαριστώ πάρα πολύ παιδιά! Είστε καταπληκτικοί! Αλλά ο Φίλλιπος δεν ήρθε; Με ξέχασε;>>
<<Άνοιξε τα δώρα!>>
Υπήρχε ένα μεγάλο κουτί, περίπου στο ύψος της Ίσας.
<<Έκπληξη!!>>
<<Φίλλιπε! Ήρθες τελικά! Νόμιζα πως με ξέχασες!>>
<<Ήρθα όμως! Χρόνια σου πολλά!>>
Ήταν όλα πολύ όμορφα!
Μια μέρα, ένας ανθοπώλης χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της θείας Άνναμπελ.
<<Εδώ κατοικεί η δεσποινίς… Ισαβέλλα Νιβερφιλντ;>>
<<Ναι.>>
<<Αυτά τα λουλούδια είναι για αυτήν>>
<<Ευχαριστώ>>
Χωρίς δεύτερη σκέψη, η θεία Άννα πήρε από μέσα την κάρτα που υπήρχε. Η κάρτα έγραφε:
<<Αγαπημένη μου Ίσα, δεν ξέρω αν αυτός είναι ο κατάλληλος τρόπος για να στο πω, αλλά έτσι μόνο μπορώ. Αναγκάζομαι να φύγω για ένα χρόνο εκτός χώρας, διότι πήρα μια υποτροφία. Το συζήτησα με τους γονείς και με έπεισαν να πάω. Δεν ξέρω αν συμφωνείς, πάντως θα ήθελα να έρθεις στο αεροδρόμιο για να με αποχαιρετήσεις. Να ξέρεις ότι σ’ αγαπώ.
Φίλλιπος>>
Τον αντιπαθούσε τόσο πολύ η Άννα, που ποτέ δεν έφτασε στα χέρια της Ίσας το γράμμα αυτό.
Μετά από λίγες μέρες απουσίας του Φιλλίπου, καταλάβαμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
<<Γιατί δεν απαντάει στα τηλεφωνήματα που του κάνουμε;>> είπα.
<<Δεν ξέρω.>> είπε η Ίσα μελαγχολικά.
<<Έχω μια ιδέα!>> είπα.
Περάσαμε από το σπίτι του αλλά μάταια.
<<Γεια σας. Είστε η μητέρα του Φίλλιπου;>>
<<Ναι. Σε τι μπορώ να σας βοηθήσω;>>
<<Ο Φίλλιπος έχει εξαφανιστεί εδώ και πολλές μέρες. Πού βρίσκεται;>>
<<Έφυγε. Αυτή την στιγμή βρίσκεται σε μια σχολή της Γαλλίας.>>
<<Πού;;;>
<<Στην Γαλλία. Δεν το ξέρατε;>>
<<Όχι! Πότε έφυγε;>>
<<Πριν 2 εβδομάδες.>>
<<Ευχαριστούμε.>>
<<Μου είπε ότι το είπε στην Ίσα.>>
<<Όχι δεν μου είπε τίποτα.>>
<<Σου έστειλε γράμμα μέσα σε λουλούδια.>>
<<Δεν έλαβα λουλούδια.>>
<<Λυπάμαι!>>
Οι μέρες αυτές χωρίς την παρουσία του Φιλλίπου, ήταν μαρτύριο για την Ίσα. Στεναχωριόμουν και ανησυχούσα γι’ αυτή. Για πόσο καιρό ακόμα θα ήταν έτσι;
Την πήρα τηλέφωνο.
<<Καλημέρα! Πάμε βόλτα να ξεσκάσουμε λίγο; Έχεις να βγεις από κει μέσα 1 μήνα! Ντύσου!>>
<<Όχι!>>
<<Δεν έχει όχι. Θα έρθεις και θα πεις κι ένα τραγούδι! Έρχομαι από το σπίτι σου. Σε 15 λεπτά θα είμαι εκεί.>>
Ήρθε με το ζόρι. Αλλά έτσι έπρεπε. Δεν την έκανα καλύτερα, αλλά προσπάθησα.
Τι να έγιναν άραγε εκείνα τα λουλούδια που έστειλε ο Φίλλιπος; Πού πήγαν; Ποιος τα πήρε; Μήπως δεν τα έστειλαν καν; Αχ! Τι απέγιναν τα λουλούδια και το γράμμα; Πρέπει να μάθω! Μόνο έτσι θα συνέλθει η Ίσα!
Το άλλο πρωί, δεν πήγα στη σχολή. Πήγα στο ανθοπωλείο από το οποίο είχε παραγγείλει τα λουλούδια ο Φίλλιπος.
<<Καλημέρα σας.>>
<<Καλημέρα. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;>>
<<Ήθελα να σας ρωτήσω κάποια πράγματα. Πριν 1 μήνα περίπου, είχε παραγγείλει από δω λουλούδια, ένα μελαχρινό αγόρι, με πράσινα μάτια, στα 22 ετών και περίπου στο ύψος σας. Μήπως τον θυμάστε;>>
<<Εγώ είμαι καινούργιος εδώ. Ήρθα πριν 5 μέρες. Περιμένετε να φωνάξω τον υπεύθυνο του καταστήματος.>>
<<Καλημέρα σας. Τι θα θέλατε;>>
<<Πριν από περίπου ένα μήνα είχε παραγγείλει από δω λουλούδια, ένας μελαχρινός πρασινομάτης, 22 ετών και περίπου1.85 ύψος. Τον θυμάστε;>>
<<Ναι. Ήταν πολύ λυπημένος, επειδή θα έφευγε και θα άφηνε εδώ την μεγαλύτερη αγάπη του!>>
<<Ωραία. Η ανθοδέσμη στάλθηκε στο σπίτι που σας είπε;>>
<<Ναι. Και μάλιστα την παρέδωσα εγώ ο ίδιος.>>
<<Είστε σίγουρος ότι την παρέλαβε αυτή για την οποία προοριζόταν;>>
<<Εμ… Νομίζω όχι. Την πήγα στην διεύθυνση που είχε ζητήσει, αλλά την πήρε μια κυρία γύρω στα 45.>>
<<Αυτή είναι η θεία της! Και η ανθοδέσμη είχε μέσα ένα γράμμα!>>
<<Ναι. Είχε.>>
<<Ευχαριστώ πολύ!>>
<<Παρακαλώ.>>
Τώρα πια ήξερα πια ήταν η πέτρα του σκανδάλου. Πώς δεν μου είχε περάσει από το μυαλό; Αφού είναι τόσο κακιά και ικανή για όλα. Πρέπει να το πω στην Ίσα! Ή μήπως όχι; Μήπως θα έπρεπε να μιλήσω πρώτα με την θεία της; Ουφ… τι να κάνω;
Όλο το βράδυ σκεφτόμουν τι θα κάνω με την θεία Άννα… δεν με έπιανε ύπνος. Ακόμα και προβατάκια που μέτρησα δεν έλεγε να με πιάσει. Κάθισα να δω τηλεόραση. Τελικά αποκοιμήθηκα.
Την επόμενη μέρα, ετοιμάστηκα και πήγα στο σπίτι της. Είχα βεβαιωθεί ότι η Ίσα θα έλειπε, οπότε είχαμε το σπίτι ελεύθερο.
<<Καλημέρα. Γιατί με ενοχλείς πρωινιάτικα;>>
<<Πρέπει να μιλήσουμε για κάτι.>>
<<Δεν νομίζω ότι έχουμε τίποτα να πούμε!>>
<<Κι όμως έχουμε!>>
Καθίσαμε στο σαλόνι, μου έβαλε ένα φλιτζάνι καφέ (βλέπετε μου έπαιζε την καλή) και άρχισα την ανάκριση.
<<Ξέρω για τα λουλούδια!>>
<<Ποια λουλούδια;>> είπε κάνοντας την αθώα.
<<Τα λουλούδια του Φιλλίπου και το γράμμα!>>
<<Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς!>>
<<Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Τα ξέρω όλα! Και αν δεν τα ομολογήσεις… θα τα μάθει και η Ίσα… >>
<<Ας τα μάθει! Δεν με ενδιαφέρει. Δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα. Δεν φτάνει που μένει στο σπίτι μου…>>
<<Έλα τώρα. Ξέρουμε κι οι δυο ότι κατά βάθος είσαι καλός άνθρωπος! Όλοι οι άνθρωποι έχουν και την καλή τους πλευρά!>>
<<Κάνεις λάθος. Και το γράμμα δεν πρόκειται να το πάρεις ποτέ!>>
<<Εντάξει. Όπως θες. Να ξέρεις όμως πως θα το μετανιώσεις. Κατά βάθος την αγαπάς την Ισαβέλλα. Αντίο.>>
Συναντηθήκαμε με την Ίσα και της τα είπα όλα. Σε λιγότερο από μια εβδομάδα, είχε πάρει τα πράγματα της και μετακόμισε σε ένα δικό της σπίτι. Μπορούσε να πληρώνει τα νοίκια, επειδή είχε πιάσει δουλειά μερικής απασχόλησης.
Μετά από λίγο καιρό, η θεία της αποφάσισε ότι έπρεπε να της δώσει το γράμμα.
Καθώς το διάβαζε η Ίσα, δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Έπρεπε να σκεφτεί τι θα κάνει. Να πάει στην Γαλλία να τον βρει ή να περιμένει 10 μήνες και ίσως τότε να γυρίσει; Όλα αυτά τριγύριζαν στο κεφάλι της για ώρες ολόκληρες, μέρες, εβδομάδες…
Μια μέρα, εκεί, στην καφετέρια που δούλευε η Ίσα, μπήκε ένας παράξενος πελάτης.
<<Τι θα θέλατε να σας φέρω;>>
Δεν πήρε απάντηση από τον πελάτη. Φορούσε μαύρο σακάκι, καπέλο και γυαλιά.
<<Θα παραγγέλλετε κάτι;>>
<<Δεν κατάλαβες ποιος είμαι έτσι;>>
<<Παρακαλώ;>>
<<Δεν με αναγνώρισες;>>
Έβγαλε τα γυαλιά και το καπέλο.
<<Τώρα μήπως με γνωρίζεις;>>
Δάκρυα χαράς και συγκίνησης έτρεξαν από τα μάτια της Ίσας.
<<Φίλλιπε;>>
<<Ναι. Εγώ είμαι!>>
Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν .
<<Γιατί δεν ήρθες στο αεροδρόμιο να με αποχαιρετήσεις; Σε περίμενα!>>
<<Δεν έλαβα το γράμμα που μου έστειλες! Το πήρα πριν λίγες μέρες από τη θεία μου.>>
<<Σ’ αγαπώ Ίσα.>>
<<Κι εγώ.>>
Τελικά αναγνώρισαν τα συναισθήματά τους.
Ένα χρόνο μετά παντρεύτηκαν, και αργότερα έκαναν παιδί. Φυσικά εγώ το βάφτισα.
Εγώ; Εγώ πήρα το πτυχίο μου, όπως και οι δυο τρελοί φίλοι μου. Βρήκα δουλειά, βρήκα σπίτι και τώρα ζούμε όλοι χαρούμενοι. Και να σας δώσω μια συμβουλή; Κάποιος είπε:
<<Τα δέντρα που θέλουν να φτάσουν σε περήφανα ύψη, έχουν ανάγκη από καταιγίδα!>> …

Σειρηνάκη Κωνσταντίνα "Η Λυδία και το παραμυθι της"


Η ΛΥΔΙΑ KAI TO ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ

Όλα τα παραμύθια αρχίζουν κάπως έτσι « Μια φορά και έναν καιρό» ή «Σε ένα μεγάλο κάστρο ζούσε». Το δικό μας αρχίζει διαφορετικά…
...Σε κάποια βουνά πολύ μακριά από εδώ, που για να φτάσεις χρειάζεται να διασχίσεις χαράδρες και ποτάμια, βρίσκεται το χωριό της ιστορίας μας. Σε αυτό το χωριό ζουν οι παραμυθάδες, κάτι μικρούλικες νεράιδες οι οποίες λένε από ένα παραμύθι στα νεογέννητα βρέφη. Μετά αφηγούνται τα παραμύθια στους γονείς μας για να τα λένε και αυτοί σε εμάς. Λοιπόν η Λυδία είναι μία κάτοικος αυτού του χωριού. Αυτή είναι αρκετά άβουλη και φοβάται να μιλήσει σε κάποιον για τα δικαιώματα της. Το αγαπημένο της παραμύθι είναι ο νάνος πειρατής και το ξωτικό του δάσους.. Αυτό το παραμύθι μιλάει για τα δικαιώματα των ανθρώπων και για την ελευθερία που έχει κάθε λαός, μέσα από μια ιστορία για παιδιά. Καθώς αφηγούταν το παραμύθι έγινε κάτι ασυνήθιστο: ο νάνος πειρατής και το ξωτικό του δάσους βγήκαν από τα παραμύθια τους και εμφανίστηκαν μπροστά στη Λυδία. Ξαφνιασμένοι και οι τρεις άρχισαν να φωνάζουν και να κατηγορούν ο ένας τον άλλο. Η Λυδία προσπαθούσε να καταλάβει τι γίνεται και γι’ αυτό ρώτησε τον νάνο γιατί είναι εδώ, στον πραγματικό κόσμο;
- Δεν ξέρω πραγματικά, είπε ο νάνος. Εγώ ήμουν στο καράβι μου και ετοιμαζόμουν να φάω την αγαπημένη μου σούπα αχινού τυλιγμένου σε φύκι όταν ένας ανεμοστρόβιλος με άρπαξε και με έφερε εδώ.
- Και εμένα ένας ανεμοστρόβιλος με άρπαξε και με έφερε εδώ καθώς πήγαινα να κυνηγήσω έναν λαγό, πρόσθεσε το ξωτικό.
- Εσείς τίποτα άλλο δεν κάνετε παρά να κυνηγάτε λαγούς, είπε κατηγορηματικά ο πειρατής.
- Εσείς το μόνο που ξέρετε είναι να κυνηγάτε εμάς, του απάντησε το ξωτικό.
- Ώστε έτσι;
- Ναι έτσι.
- Σταματήστε, τους φώναξε η Λυδία. Ξυπνήσατε το μωρό που εξαιτίας μάς δεν θα έχει καλά όνειρα.
- Τι εννοείς; Ρώτησαν και οι δυο μαζί
- Πως θα πάμε στον Ορφέα, τους απάντησε με δάκρυα στα μάτια…


ΣΤΟΝ ΟΡΦΕΑ


Ο Ορφέας ήταν ο πιο παλιός παραμυθάς. Ζούσε λίγο πιο έξω από το χωριό σε ένα τεράστιο παλάτι. Αυτός έμοιαζε με τον άγιο Βασίλη επειδή είχε παραπανίσια κιλά και ένα μακρύ άσπρο μούσι. Το αγαπημένο του φαΐ είναι τα κατσικάκια. Αυτόν τον επισκέπτονται πολλοί τουρίστες. Τέλος είχε έναν μεγάλο καθρέπτη από τον οποίο έβλεπε κάθε παραμυθά που έκανε κάποιο λάθος, τον έφερνε με τον μαγικό του τρόπο στο παλάτι και τον τιμωρούσε.
- Ποιος είναι ο Ορφέας; Ρωτούσε συνέχεια ο πειρατής.
- Χαχαχαα, ακούστηκε μία βροντερή φωνή. Εγώ είμαι ο Ορφέας.
- Καιι, τι θα μας κάνετε; ρώτησε ευγενικά το ξωτικό
- Θα μας τιμωρήσει, του ψυθίρισε η Λυδία
- Μα τι κάναμε; Συνέχισε ο πειρατής. Δεν κάναμε τίποτα.
- Ξυπνήσατε το μωρό και αυτό ξέρετε είναι πολύ σοβαρό, είπε ο Ορφέας βγάζοντας από ένα συρτάρι μια μεγάλη λίστα. Για να δούμε, α ναι, όπως το θυμόμουν, είναι το πιο σημαντικό λάθος που μπορεί να κάνει ένας παραμυθάς. Γι’ αυτό θα τιμωρηθείτε χωρίς έλεος!! Στη συνέχεια είναι η λάθος αφήγηση των παραμυθιών και μετάφλυαρούσε ο Ορφέας χωρίς σταματιμό.
Πάμε να φύγουμε τώρα που δεν κοιτάζει, είπε το ξωτικό προσπαθώντας να ξεκολλήσει την Λυδία από τη θέση της. 
- Έλα μην φοβάσαι, θα του ξεφύγουμε.
- Ναι Λυδία μην φοβάσαι, θα του ξεφύγουμε
- Μαααα.
- Δεν έχει μα, προχώρα.
Και οι τρεις άρχισαν να τρέχουν προς την ίδια κατεύθυνση ώσπου συνάντησαν τρεις μεγάλες πόρτες.
- Και τώρα, ποια από αυτές τις πόρτες είναι η σωστή;
- Ο μύθος λέει πως εάν θες να ξεφύγεις από τον Ορφέα πρέπει να περάσεις και απ’ τις τρεις πόρτες, είπε λίγο σκεφτική η Λυδία.
- Άρα ο καθένας θα περάσει από μια πόρτα, σωστά; Ρώτησε το ξωτικό.
- Σωστά.
- Λοιπόν ποια διαλέγεις;
- Αυτήν.
- Ωραία άρα εγώ θα πάρω αυτήν και η Λυδία αυτήν, είπε ο πειρατής με ένα αρχηγικό τόνο στη φωνή του.
Οι τρεις φίλοι άρχισαν να περπατάν στους διαδρόμους που διαλέξανε και σύντομα έφτασαν στα δωμάτια του κάστρου.
Ο πειρατής βρέθηκε στο δωμάτιο με τους τουρίστες. Όλοι τους μόλις τον είδαν έτρεξαν κατά πάνω του και άρχισαν να τον ζουπάνε και να του τραβάν τα μάγουλα. Μόλις τον άφησαν ήσυχο, τους ζήτησε τον δρόμο για την έξοδο, τους ευχαρίστησε στα γαλλικά και τους αποχαιρέτησε.
Το ξωτικό βρέθηκε στο δωμάτιο με τα κατσίκια του Ορφέα. Εκείνος άρχισε να τους μιλάει στη δική τους γλώσσα και να τους εξηγεί τι συνέβη. Τελικά τον βοήθησαν να βρει τον πειρατή, αυτοί οι δυο μαζί έφτασαν στην έξοδο. Στο μεταξύ η Λυδία παγιδεύτηκε στον λαβύρινθο. Δεν ήξερε πραγματικά τι έπρεπε να κάνει για να βγει απ’ αυτόν ώσπου συνάντησε έναν μαγικό καθρέπτη. Μετά από λίγες ερωτήσεις για το ποια είναι η πιο όμορφη στον κόσμο των παραμυθάδων, τον ρώτησε πως θα βρει τον δρόμο για την έξοδο. Εκείνος της έδειξε κατευθείαν το μονοπάτι και την αποχαιρέτησε δίνοντας της ένα τζίνι ως δώρο. Μετά από αρκετή ώρα βρέθηκαν και οι τρεις. Τότε ακούστηκε μια φωνή μέσα από το κάστρο ΄΄ Μα πού πήγατε;΄΄ Όλοι τους άρχισαν να τρέχουν γρήγορα ώσπου σκόνταψαν και έπεσαν στο έδαφος.




ΣΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ





- Τι θα κάνω τώρα; Αναρωτήθηκε με μια ήρεμη φωνή η Λυδία. Κοιτάξτε, τους είπε και έδειξε το τζίνι, με αυτό θα πάτε σπίτι. Όμως εγώ; Εγώ τι θα κάνω;
- Μπορείς να έρθεις μαζί μας, στο παραμύθι.
- Ναι, συμφώνησε ο πειρατής.
- Μα αυτό είναι απίθανο.
- Τίποτα δεν είναι απίθανο, της απάντησε ο πειρατής, εάν το θέλεις πραγματικά θα γίνει. Κοίτα εμάς, ήμασταν φυσικοί εχθροί και τώρα είμαστε πραγματικοί φίλοι.
Εννοώ πως εγώ είμαι φτιαγμένη για να λέω παραμύθια πως θα ζήσω με εσάς;
Στο χωριό μου είναι κάποιοι πλανόδιοι αφηγητές αυτοί πηγαίνουν από τόπο σε τόπο και λένε παραμύθια στους κατοίκους. Επίσης όλοι τους θεωρούν πολύ σοφούς γιατί ο τρόπος που μιλάνε είναι πολύ παράξενος. Θα χαρείς να είσαι μία από αυτούς, της εξήγησε το ξωτικό.
- Αυτό είναι θαυμάσιο! Όμως πως θα ταξιδεύω αφού δεν έχω κανένα μεταφορικό μέσο.
- Και το καράβι μου τι είναι; Της λέει ο πειρατής.
- Το μεταφορικό μου μέσο;
- Σωστά, χαχαχα.
- Λοιπόν πως δουλεύει αυτό το μαραφέτι; Ρώτησε το ξωτικό που παιδευόταν να ανοίξει το τζίνι.
Θα σου δείξω, κοίτα , τρίβουμε απαλά το καπάκι του, ύστερα διαβάζουμε προσεκτικά τα λόγια από τον πάτο και…
Εκείνη τη στιγμή ένα μεγάλο γαλάζιο τζίνι εμφανίστηκε μπροστά τους.
- Οοοοοοοο, κάνανε όλοι μαζί
- Απ’ ότι άκουσα θέλετε να σας πάω κάπου, σωστά, τους ρώτησε το τζίνι.
- Ναι, σε έναν μαγικό κόσμο που όλοι ζουν πια μαζί ειρηνικά, που όλα είναι πράσινα και…
- Και όλα δυνατά, πρόσθεσε η Λυδία.
- Στο σπίτι μας δηλαδή, συνέχισε ο πειρατής.
- Μάλιστα, είπε το τζίνι και με ένα ξαφνικό άρπαγμα τους έκλεισε στην αγκαλιά του και άρχισε να πετάει…
Λοιπόν απ’ ότι ξέρω έφτασαν στο σπίτι τους και πραγματικά όσα ονειρεύονταν έγιναν αληθινά. Όλοι ήταν εκεί που πραγματικά ανήκαν. Το ξωτικό δεν χρειάστηκε να ξαναπροστατέψει την οικογένεια του γιατί δεν υπήρχαν πια εχθροί. Ο πειρατής έπεισε το πλήρωμα του να κάνουν ταξίδια με την Λυδία σε όλο τον κόσμο χωρίς να βλάπτουν κανέναν. Και τέλος η Λυδία, συνέχισε το όνειρο της. Έλεγε παραμύθια σε όλο τον κόσμο χωρίς να φοβάται πλέον κανέναν. Οι παραμυθάδες έλεγαν παραμύθια συνέχεια στα παιδιά και ένα από αυτά ήταν και αυτό. Όλοι το έλεγαν διαφορετικά αλλά πάλι το νόημα ήταν ένα :
ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΤΑ ΒΑΖΕΙΣ ΚΑΤΩ ΓΙΑΤΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ.